υποσπληνίζομαι

υποσπληνίζομαι
Α [ὑπόσπληνος]
1. επιθέτω έμπλαστρο ή επίδεσμο στα τραύματά μου
2. (κατά τον Ησύχ.) «ὑπεσπληνιασμένον
ὑποπιασμένον ἢ πεποικιλμένον».

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”